θαλασσόπλους — θαλασσόπλους, ουν και οος, ον (Α) αυτός που διαπλέει τη θάλασσα, ο ποντοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλους] … Dictionary of Greek
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek
πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
πελαγίτης — ὁ, θηλ. πελαγῑτις, ίτιδος, ΜΑ μσν. πελάγιος, πελαγήσιος, αυτός που ζει στο πέλαγος αρχ. αυτός που διαπλέει τα πελάγη («νῆες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. αιγιαλ ίτης, ωκεαν ίτις)] … Dictionary of Greek
πελαγοδρόμος — (pelagodroma). Γένος στεγανόποδων πτηνών της οικογένειας των προκελλαριιδών, που ζουν στις Nότιες θάλασσες. Έχουν μακρύ σώμα και γκριζόλευκο πτέρωμα και εκτελούν μικρές πτήσεις πάνω από τη θάλασσα. Το είδος π. ο θαλάσσιος, γνωστός ως φρεγάτα, ζει … Dictionary of Greek
πελαγόπλους — ουν, Μ αυτός που πλέει στο πέλαγος, που διαπλέει την ανοιχτή θάλασσα, πελαγοδρόμος, θαλασσοπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + πλοῦς (< πλέω)] … Dictionary of Greek
ποντοπλόος — οον, Α (για πλοίο) αυτός που διαπλέει τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + πλόος (< πλόος/ πλοῦς < πλέω)] … Dictionary of Greek
ποντοπόρος — ο / ποντοπόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ποντοπόρα Ν, και ποντοπόρεια Α 1. αυτός που διαπλέει τη θάλασσα («ποντοπόρος νηῡς», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ταξιδεύει στο ανοιχτό πέλαγος, θαλασσοπόρος νεοελλ. φρ. «ποντοπόρο πλοίο» πλοίο που κάνει… … Dictionary of Greek
πρωτόπλους — ουν, ΝΑ, και πρωτόπλοος, οον, Α (για πλοία) αυτός που για πρώτη φορά διαπλέει τη θάλασσα, πρωτοτάξιδος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλους το πρώτο πλοίο που ηγείται ναυτικής δυνάμεως η οποία πλέει σε γραμμή παραγωγής αρχ. 1. αυτός που πλέει… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek